Δευτέρα 9 Μαΐου 2011

Τα καρναβάλια του Κακοδικιού



 ΤΑ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΔΙΚΙΟΥ:Τα καρναβάλια ήταν μαζική δραστηριότητα που οργανώνονταν κάθε χρόνο το μήνα Μάρτη,την τελευταία βδομάδα πριν τις αποκριές ημέρα Κυριακή.Οι προετοιμασίες άρχιζαν πολύ νωρίς,μάλον από την ημέρα που τελείωναν οι δραστηριότητες των προηγούμενων καρναβαλιών ο καθένας ξεχωριστά ή ομαδικά με ευγενή άμιλλα προσπαθούσαν να προετοιμάσουν και να  επιδείξουν το καλύτερο για το επόμενο έτος.
   Η γιορτή άρχιζε στην κεντρική πλατεία του χωριού,συνέχιζε στις συνοικίες και στις αυλές των σπιτιών και κατέληγε ξανά  στο Αλώνι στην πλατεία της εκκλησίας του Αγίου-Θανάση όπου  γίνονταν το κάψιμο της Μπάμπως (του Βρικόλακα,του σκιάχτρου) .Όλη η τελετή συνοδεύονταν με ορχήστρα με κλαρίνα.Γνωστοί για τις ορχήστρες τους ήταν ο Τσούλε και αργότερα ο Τούλε Μπαριάμι .
     Κατά την περιοδεία στο χωριό πολλοί χόρευαν άλλοι έκαναν επιδείξεις ακροβα- σίας,η ,,Μπάμπω,,χτυπούσε με το σάκο (με στάχτη) τους ανυπόταχτους  ,,γιατρός,με ρεπούμπλικα και ακουστικά ήταν σε ετοιμότητα,ο ,,αράπης,,κατάμαυρος τρόμαζε τους πάντες.Γενικά το σκηνικό ειρωνεύονταν τις αρνητικές πλευρές της καθημερινότητας,κατσάδιαζε τα ελαττώματα  και έκανε επίδειξη των προτερημάτων.
Τους γαμπρούς και τις νιφάδες(και αυτές ήταν νέοι φορεμένοι με γυναικεία ρούχα)τους χαρακτήριζαν ευγενικές συμπεριφορές και με τις κινήσεις τους μιμούνταν
ευγενείς και αστούς.Αν και τα καρναβάλια διεξάγονταν σε θρησκευτικά χρονικά πλαίσια στην κυρίως τελετή επικρατούσαν προχριστιανικά έθημα,μαλλον  ειδωλολατρικά.Σκούφοι και γελέκα από δέρματα ζώων,μεγάλα κουδούνια,κέρατα,γενιάδες,διάφορες μάσκεςκ.α που θυμίζουν αρχαίο ελληνικό δράμα.Περισσότερο ήταν λαϊκή παρά θρησκευτική επίδειξη.
     Οι οργανωτές των καρναβαλιών(τα νιάτα του χωριού)εκμεταλλεύονταν το γεγονός και σαν έρανο για να συγκεντρώσουν χρήματα και άλλες προσφορές.Με αυτά τα χρήματα χτίσανε κατά καιρούς κοινόχρηστα έργα όπως την πλατεία του χωριού,το Αλώνι,δρόμους,εμπλούτιζαν τα θρησκευτικά ιδρύματα με καλλιτεχνικά έργα ανεχτίμητης αξίας κ.α. Τις περισσότερες φορές η δραστηριότητα ξεπερνούσε τα σύνορα του χωριού.Τραγουδώντας και χορεύοντας κατεβαίνανε στο Δέλβινο και στους Αγ.Σαράντα,Μετόχι και σε άλλα χωριά(σώζονται φωτογραφίες).
     Στα χρόνια της άθεης  κομμουνιστικής δικτατορίας του προλεταριάτου αυτή η παράδοση άρχισε να  μαραίνεται μέχρι εξαφάνιση.Κατά τα μέσα της δεκαετίας 60 του περασμένου αιώνα έγιναν μερικές προσπάθειες αναβίωσης αυτής της παράδοσης  με τελείως διαφορετικούς στόχους και ιδεολογικό υπόβαθρο αλλά δεν άντεξε στο χρόνο.Στόχος ήταν να  μεταμορφώσουν τα παραδοσιακά καρναβάλια σε πολιτική σάτιρα κατά του ιμπεριαλισμού και ρεβιζιονισμού άκρως πολιτικοποιημένη.Οι Κακοδικιώτες αποβάλλανε αυτή την προσπάθεια  που ήταν ξένη  για την παράδοσή τους.Μετά το 1990 το χωριό αποδεκατίστηκε πληθυσμιακά  και με αυτούς τους λίγους που μείνανε δεν μπορεί να οργανωθούν τέτοιες μεγάλες δραστηριότητες.
   









Εικόνα 1 -Καρναβάλια κακοδικιού 1937-38

 Φωτογραφία:Τα καρναβάλια του ΚΑΚΟΔΙΚΙΟΥ  15.Μάρτη 1937 στο Δέλβινο.
                           Από μπροστά προ πίσω και από αριστερά προς δεξιά:
        Καθιστοί:Ηλίας Διαμάντης,Ευγενία Κοντούρη(Γκίνου),Παναγιώτης Ζ Μαξακούλης ,Δημήτρης Ζιούπας,Γιώργος Λιάρος(δρόπολίτης)Χρήστος Λ Λαλλος.
        Β’σειρά:Δημήτρης Τάσης,Χρήστος Θ Μάκος,Γιώργος Β Κοντούρης,Ηλίας Καγιάφας,Σπύρος Π Λάλος,Παναγιώτης Β  Γκίνος(Παιδί)
          Γ’ σειρά: Θωμάς Β Ζιούπας,Γάκης Μάρτος(ή Μάκος)Βάσος Γ Γκίνος,Πύλιος Μάκος(πίσω),Νάσιο Μ Κοντούρης,Βασίλης(Μπίλης)Ζυγόρης,Βαγγέλης Β Τάσης,Γιώργος Χ Μάντης,(Χαλασμένη Φωτογραφία Κώστας Γ Σίκος),Θωμάς Κουμπούλης,Κώστας Ν Μαρτόπουλος,Κώστας Β Διαμάντης(Ντίνης),Δημήτρης Χ Κοντούρης.Στο πίσω μέρος φαίνονται άγνωστα πρόσωπα κατοίκων του Δελβίνου.
     Οι συμετάσχοντες παραδοσιακά εξειδικεύονταν στους ρόλους τους.
Έτσι : Καπετάνιος  ντύνονταν  ο Παναγιώτης Κοντούρης ή ο Γιώργος Κοντούρης.
          Αράπης ο Ηλίας Καγιάφας.Γιατρος :Οι Θωμάς Ζιούπας και Μπίλη Ζυγόρης.
          Πεχλιβάνης ο Πάνο Ζήσος(Μαξακούλης).Η στρίγγλα (Μπάμπω ) οΧρήστο Θ Μούτσης.Κομήτες(αντάρτες)οΔημήτρης Τάσης και Ηλίας Διαμάντης.Δεκάδες ήταν οι γαμπροί και οι νιφάδες και πλήθος μασκοφόροι.
         Γαμπροί:Θωμάς Κουμπούλης(άριστος χορευτής),ΤάκηςΛάλος(χορευτής) Γιώργος Μάντης,Κώστας Διαμάντης και πολλοί άλλοι.
         Νύφες:Σπύρος Μάνθιος,Βαγγέλης και Χρήστος Τάση,Βασίλης Γκίνος,Δημήτρης Κοντούρης,Νάσιος Κοντούρης και άλλοι.
Στη δεύτερη φωτογραφία αναγνωρίζομε τους:
Πίσω:Δημήτρης και Βαγγέλης Τάσης,Θωμάς Κουμπούλης,Ηλίας Ντίνης (Διαμάντης)…
Στη μεσινή σειρά:Σωτήρης Κοντούρης,Βασίλης Γκίνος,Γάκης Μάρτος,Κώστας Γ Σίκος,Γιώργος Κοντούρης

Τα καρναβάλια του Κακοδικιού


 Μπροστά: Ηλίας Καγιάφας,Παναγιώτης Κοντούρης(σκοτώθηκε  την ημέρα που μπήκαν οι Γερμανοί στο Δέλβινο το 1943)…

 
Εικόνα 2Την ίδια μέρα στο Δέλβινο
Δημήτρη Λάλου
                               Τα καρναβάλια
                                (Απόσπασμα)
Γιορτές μεγάλες τα καρναβάλια,
Όλος ο κόσμος ξεχνούσε τα χάλια.
Το καρναβάλι με φουστανέλα,
στο Κακοδίκι μεγάλη τρέλα.
                                                  Είχε αράπη, γριά και γέρο,
                                                  γιατρό, Καπετάνιο με όσα ξέρω.
                                                   Είχε « νιφάδες»,πολλά παλικάρια,
                                                  Με ζήλο πήγαιναν,  χωρίς αγκάρια.
Χρειάζονταν ρούχα, χρυσαφικά,
Χορό να μάθαιναν τα νέα παιδιά
Ήταν και άλλοι πολλοί μπελάδες,
Ήθελαν μάσκες οι «μασκαράδες».
                                                     Η παράδοση ήθελε τους νέους «νιφάδες»
                                                    Χωρίς παντελόνια, με αλατζάδες.
                                                    Σαντάλια γυναικεία, μαντήλι, κοκκινάδι,
                                                    Κανένα να μη είχε αρσενικού σημάδι.
Τα οπίσθια έπρεπε να κουνούσε λιγάκι,
Γιατί ήταν νύφη, δεν ήταν παιδάκι.
Για να ήταν στα ΄λήθεια η νύφη κούπα,
Για στήθος έβαζε μαλλί τουλούπα.
…………………………………….
                                                             Τον Κίτσιο Μούτση θυμάμαι « γριά»,
                                                             Νάτος που έρχεται από μακριά.
                                                             Όλοι φωνάζουν: «Η μπάμπω γιάτη…»
                                                             Σακούλα κρατάει με στάχτη γεμάτη.
                                                              ……………………………………
Ο χορός αρχίζει στο Αλώνι φωτιά,
Χορεύουν οι γέροι και τα παιδιά.
Μέχρι του Μούτση και ως του Ταση,
Ακούγεται το «Ώπα!!!» του Αντώνη Καρδάση.
…………………………………………….. Του Πίππη Κυράνη κοντά του πάει,
                                                                       Σακούλα με στάχτη ο δόλιος θα φάει.
                                                                       Τον Λάζο πειράζει για λίγο ο Πίππης
                                                                       Κι αυτός  του μίκρυνε το σκούφο της μύτης
Τις άλλες μέρες όπως και πάντα, 
θα πάνε στο Δέλβινο και Άγιους Σαράντα.
 Θα μάσουν και χρήματα για χαρτζιλίκι,
Για όποιο έργο στο Κακοδίκι.
Εικόνα 3-Δεκάδες οι Κακοδικιώτες νέοι στη λαϊκή γιορτή στο Δέλβινο.Φωτ.Πέτρος Μουσαφίρης

Κυριακή 8 Μαΐου 2011

ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ


Ο αρραβώνας:
    
Η αρραβώνα ήταν το πρώτο σοβαρό βήμα για τη σύναψη του γάμου. Μέχρι τις αρχές του περασμένου αιώνα  τα βασικά κριτήρια για τους γονείς και των δύο οικογενειών που επρόκειτο να  συμπεθεριάσουν ήταν η υγεία ,η οικονομική κατάσταση, η ηθική του κοριτσιού, η εργατικότητα η εξωτερική εμφάνιση και βεβαίως το όνομα της οικογένειας. «Πάρε άνθρωπο από σπίτι και σκύλο από στάνη»,έλεγαν οι παλιοί. Ο αρραβώνας, κατά την παράδοση, ήταν σύναψη συμφωνίας μεταξύ δυο οικογενειών, υπόσχεση γάμου από την οποία δεν έλλειπε και το προικοσύμφωνο στο οποίο σημειώνονταν και υπογράφονταν στη λεπτομέρεια οι υποχρεώσεις που είχε η οικογένεια της υποψήφιας νύφης προς την οικογένεια του γαμπρού.
    Στην πλειονότητα οι αρραβώνες γίνονταν εντός του χωριού και δεν ήταν ανάγκη για να γίνουν προκαταρκτικές «έρευνες» για την εκπλήρωση ή όχι των κριτηρίων που προαναφέραμε. Όταν όμως η υποψήφια νύφη ήταν από διπλανό  χωριό πριν φτάσουν στο προξενιό και στην αρραβώνα  γίνονταν κάποια έρευνα. Όπως δείχνουν οι στατιστικές οι περισσότεροι γάμοι εκτός του χωριού γίνονταν  με το Ελευθεροχώρι και λιγότεροι με το Γαρδικάκι, Λάκα Δελβίνου, Μπραϊλάτι, Κώσταρι και σπάνια στο Συρακάτι, Δρόβιανη, Πετσά και Μουζίνα Όσο για το Βούρκο τα τελευταία  120-140
 χρόνια καταγράφονται γάμοι κοριτσιών από το Κακοδίκι στο Βρωμερό, στο Μαυρόπουλο και στο Φοινίκι, ενώ έχομε σώγαμπρους στο χωριό μας από Βαγκαλιάτες(Τσάκας),από Καραλήμπεη (Κόρδα),από Μισοπόταμο (Καλόγερο),από Τσαούσι (Γιάννη) από Φοινίκι (Φίλιππης Κυριάκης)κλπ. Σε ξεχωριστό πίνακα θα αναφερθούμε  στις οικογένειες που δημιουργήθηκαν από σώγαμπρους και έγιναν πετυχημένοι και αξιοσέβαστοι κάτοικοι του Κακοδικιού.(Κατάσταση αρ.___)
     Όταν οι γονείς ενός αγοριού πείθονταν για τις αρετές κάποιας υποψήφιας νύφης άρχιζαν οι κινητοποιήσεις τού ή των προξενητών για τη σύναψη της αρραβώνας και αργότερα του γάμου. Ο μεσολαβητής για το συνοικέσιο ήταν ένα «επιλεγμένο» πρό- σωπο, κατά κάποιον τρόπο ειδικευμένος στα προξενιά, και πολλές φορές μόνον η παρουσία του σε σπίτι που είχε κοπέλα για παντρειά ήταν καλό σημάδι.
      Η απάντηση στον προξενητή δίνονταν την ίδια μέρα ή μετά από κάποιες μέρες σκέψης και περισυλλογής. Όταν η απάντηση ήταν θετική καθορίζονταν η ημερομηνία των αρραβώνων. Για όλα όσα προαναφέραμε ο ρόλος των κυρίως ενδιαφερομένων δηλ. των μελλόνυμφων ήταν ασήμαντος. Τα παιδιά στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν ρωτιούνταν, δεν γνωρίζονταν, δεν συναντιόνταν και δεν είχαν άποψη. Αποφάσιζαν οι γονείς ή και οι παππούδες. Μάλιστα δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που το αγόρι αρραβωνιάζονταν ενώ ήταν φαντάρος ή στην ξενιτιά  και μάθαινε για το γεγονός όταν επέστρεφε στο σπίτι.
    Ίσως για τη σημερινή νεολαία, που ζει στην κοσμοπολίτικη κοινωνία με τους ανοιχτούς γάμους, που πριν παντρευτούν συζούν μήνες ή και χρόνια, που το κοριτσάκι γίνεται παρανυφάκι στο γάμο της μαμάς του με το μπαμπά του, αυτά να φαίνονται απίθανα και παράδοξα αλλά αυτή ήταν η πραγματικότητα.
     Η μέρα της αρραβώνας για τις δύο οικογένειες που συμπεθέριαζαν ήταν ένας μικρός γάμος. Ευχές, τραγούδια, χοροί, ανταλλαγή δώρων και σημαδιών(δαχτυλι-διών)
          «…Δώδεκα παλικάρια και δεκατρείς κοπέλες
               Στις αρραβώνες πάνουν, να γαμπρολογηθούνε…»
    Έτσι άρχιζαν το αργό πολυφωνικό οι γυναίκες όταν ξεκινούσαν τους συμπέθερους για το σπίτι της νύφης.
    Μετά τον αρραβώνα οι αρραβωνιασμένοι δεν έβγαιναν μαζί, σπάνια συναντιόνταν ή άλλαζαν καμιά κουβέντα. Μάλιστα το αρραβωνιασμένο κορίτσι «έχανε κάτι από την ελευθερία του, γίνονταν πιο σκυθρωπό, φοριόνταν πιο απλά και έπρεπε να τη χαρακτήριζε η σεμνότητα. Αντίθετα το αγόρι δεν είχε τέτοιους περιορισμούς.
Στις μεγάλες γιορτές(Πάσχα, Χριστούγεννα)γίνονταν αλληλοεπισκέψεις με συμβολικά δώρα, λαμπάδες, κορδέλες κλπ. Η «ανωτερότητα» του γαμπρού φαίνονταν και στον αριθμό των ατόμων που πήγαιναν  στην αρραβώνα. Πάντοτε ήταν δύο περισσότεροι από αυτούς που έστελνε η μεριά της νύφης.
   Η περίοδος μεταξύ αρραβώνα και γάμου δεν ήταν χρόνος γνωριμίας μεταξύ των δύο νέων, που σύντομα θα δένονταν με τα δεσμά του γάμου, αλλά ήταν περίοδο εντατικής δουλειάς για την προετοιμασία της προίκας.
    Στο Κακοδίκι αναφέρεται σαν σπάνιο φαινόμενο το να μείνει κοπέλα «γεροντοκόρη». Πάντοτε ο αριθμός των αγοριών ήταν μεγαλύτερος από αυτόν τον κοριτσιών.


Ο γάμος:

Πριν αρχίσει η μετακίνηση των κατοίκων εκτός χωριού, οι περισσότεροι γάμοι γίνονταν μεταξύ συγχωριανών. Η λαϊκή έκφραση «παπούτσι από τον τόπο μου κι ας είναι μπαλωμένο» εκφράζει τις προτιμήσεις τους. Οι γάμοι γίνονταν, κατά κανόνα, σε μικρή ηλικία μετά την εκπλήρωση της στρατιωτικής θητείας. Τα παλαιότερα χρόνια, που η επικοινωνία μεταξύ των νέων των δύο φύλων ήταν δύσκολη ως και ανύπαρχτη,  αλλά και αργότερα, που οι κοινωνικές επαφές ήταν πιο πολλές, οι γάμοι συνήθως γίνονταν με «προξενιό».Δεν έλειπαν όμως και κάποιοι έρωτες εξ αποστάσεως και σπανίως κάποια απαγωγή συνήθως εκούσια. Γνωστός στους παλαιότερους ο διάλογος: «Κλαίει η μάνα μου, Βαγγέλη».
                 «Κι η δική μου, μωρή Λένη ».
Ο Βαγγέλης και η Λένη, αφού εκούσια συναντήθηκαν και  ζούσαν κριμένοι στο δάσος απέναντι από το χωριό απολάμβαναν τον έρωτά τους, ακούγαν τις φωνές των γονιών τους που τους αναζητούσαν.
Νουνός(παράνυμφος)κατά κανόνα ήταν ο ανάδοχος του γαμπρού.
 Η εβδομάδα του γάμου ήταν πολύ φορτωμένη και στις δυο οικογένειες. Όλοι οι ενδιαφερόμενοι, περιλαμβάνοντας  συγγενείς και φίλους, εργάζονταν πυρετωδώς για να βγουν ασπροπρόσωποι μπροστά στο χωριό. Όλα ήταν αυστηρά προκαθορισμένα από την παράδοση  και δεν επιτρέπονταν παραλείψεις. Η κάθε μέρα από τη Δευτέρα πριν το γάμο και μέχρι την επόμενη Δευτέρα είχε τις δουλειές της.
      -Μέχρι την Τετάρτη έπρεπε να μοιραστούν τα καλέσματα, να γίνει γενική καθαριότητα στο σπίτι, στην αυλή και στους δρόμους που θα περάσει το ψίκι, θα κανονίζονταν ο χώρος που θα γίνονταν το τραπέζι και τα απαραίτητα για αυτό(τραπέζια, καθίσματα, κουταλοπήρουνα, μαγειρικά σκεύη κλπ.). Όλοι οι συγγενείς και χωριανοί βοηθούσαν με προθυμία.
     -Την Πέμπτη στο σπίτι της νύφης ασχολούνταν με την προίκα. Συγγενείς, φίλες
και όλος ο καλεσμένος θηλυκός πληθυσμός θα σιδερώσουν  θα ψηλαφίσουν με κάθε λεπτομέρεια το προικιό και θα το ετοιμάσουν για τον προορισμό του, για το σπίτι του γαμπρού. Όταν ο γάμος γίνονταν εντός του χωριού, την ίδια μέρα, με μεγάλη επισημότητα και κάνοντας επίδειξη των ικανοτήτων της νύφης στο κέντημα κα., νέες και παιδιά, τραγουδώντας παραδοσιακά τραγούδια παρέδιναν την προίκα στο σπίτι του γαμπρού, ταχτοποιώντας τη σε εμφανές μέρος για να την βλέπουν όλοι.
Μαζί με την προίκα η νύφη στέλνει και τα δώρα, που με τα χεράκια της έχει ετοιμάσει, για τα πεθερικά, για τα αντραδέρφια,   τους θείους και τις θείες και άλλους συγγενείς. Σε περίπτωση που ο γαμπρός ήταν από διπλανό χωριό(Ελευθεροχώρι, Γαρδικάκι, Δέλβινο κλπ) η προίκα μεταφέρονταν την ημέρα του γάμου, προπορεύονταν της νύφης φορτωμένη σε στολισμένα άλογα.
Τα δώρα της νύφης προς τα πεθερικά και τους άλλους και του γαμπρού προς τη νύφη και τα πεθερικά του κατά κανόνα ήταν είδη ρουχισμού «έργα» της «χρυσοχέρας» νύφης και σε νεότερες εποχές πουκάμισα, κάλτσες, χειρομάντηλα, κεφαλομάντηλα κλπ.
   - Την Παρασκευή ζυμώνανε και ψένανε τα ψωμιά και τις κουλούρες του γάμου. Στις     κουλούρες χάραζαν πάνω ζωγραφιές και άνοιγαν στη μέση μια τρύπα. Κάθε μέρα αλλά κυρίως την Παρασκευή οι κοπέλες του χωριού καλεσμένες και ακάλεστες επισκέπτονταν τη φίλη , πού «τις πρόδωσε», τις προσέφεραν τα δώρα που και αυτές κέντησαν με τα χέρια τους και ξεσπούν σε τραγούδια, χορούς και αστεία για να κερδίσουν και αυτές κάποια πείρα για το δικό τους γάμο. 
   - Το Σάββατο η νύφη «ξεκουράζεται» και κοιμάται (αν το άγχος την αφήσει να κοιμηθεί) γιατί ακολουθεί διήμερη ορθοστασία, χορός, τραγούδι…
Στα δύο σπίτια που παντρεύουν τα παιδιά τους έχει μεγάλη κίνηση, τραγούδια, προετοιμάζονται τα φαγητά, οι μεζέδες, τα ποτά. Επωφελούμενοι των περιστάσεων οι παραβρισκόμενοι άντρες γεύονται πρόωρα τα μαγειρέματα του γάμου, γιατί θέλουν να τραγουδήσουν και να χορέψουν και …«νηστική αρκούδα δε χορεύει…»
-          Την Κυριακή στο σπίτι της νύφης έχει τραγούδια, χορούς ευχές και δάκρυα.
Παλαιότερα οι φιλενάδες και αργότερα κάποια μοδίστρα στολίζουν τη νύφη, ενώ στο σπίτι συγκεντρώνονται οι καλεσμένοι μετά από λίγες ώρες ξεκούραση και περιμένοντας τους συμπεθέρους, συνεχίζουν το γλέντι και τις ευχές.
Η παράδοση συμβουλεύει να μη φορέσει η νύφη το παπούτσι πριν τσιτώσουν σ’ αυτό χαρτονομίσματα για γούρι.
   Όταν φθάσουν οι συμπέθεροι το τραγούδι γίνονταν εναλλάξ.
  «…  Σήμερα  άσπρος ουρανός, σήμερα άσπρη μέρα,
   Σημερνά παντρεύεται αητός και περιστέρα …»
…………………………………………………………………………………
 Ακολουθούν κεράσματα, ποτά, μεζέδες, ενώ ο γαμπρός …τη δουλειά του, θα «ψάξει» να βρει τη νύφη η οποία με το «πάρτε με και ας κλαίω» κρύβει τα παπούτσια της για να μη την « πατήσει» τάχα άθελα ο «ξένος» και αν το καταφέρει να πατήσει πρώτη αυτή το γαμπρό. Αυτό ως σημάδι υποταγής.
Κάποιοι απ’ αυτούς του γαμπρού θα γίνουν και «κλέφτες».Μαζί με κάποιο «κλεμμένο» ποτήρι πιστεύουν πως έκλεψαν και την τύχη της νύφης και την μετέφεραν  στο σπίτι του γαμπρού.
    Μπροστά το ψίκι και πίσω δύο η και περισσότερα κόλια τραγουδιστών τραγουδούν τα παραδοσιακά πολυφωνικά γαμήλια τραγούδια επαινώντας τα σπάνια κάλλη  της νύφης και την παλικαριά του γαμπρού για να καταλήξουν στο
         « Έβγα πεθερά στη σκάλα με το μέλι ,με το γάλα…».
    Μέχρι και τον ΧΙΧ αιώνα η νύφη τη διαδρομή από το πατρικό στο σπίτι του γαμπρού την έκανε με το πρόσωπο σκεπασμένο με μπούλα. Από τις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα η μπούλα καταργήθηκε, οι νύφες δε φορούσαν
πια τον παραδοσιακό αλατζιά,  αλλά σύγχρονα ευρωπαϊκά ρούχα και τα τελευταία 60-70 χρόνια άσπρο βέλο.
 Το στεφάνωμα γίνονταν στην εκκλησία με επίσημη τελετή ή στο σπίτι του γαμπρού καλώντας εκεί τον παπά της ενορίας.
Στην είσοδο του σπιτιού έβγαινε η πεθερά η οποία παράδινε στη νύφη κουλούρα σε δίσκο με κουφέτες και κέρματα ,αρμαθιά με επιλεγμένα ξηρά σύκα και λουλούδια τα οποία μετά από «πάλη»μεταξύ νύφης και παρευρισκομένων κοριτσιών και ανήλικων παιδιών το πρόσωπο της ημέρας τα πετούσε πίσω και «όποιος πρόλαβε τον κύριων είδε».Όλα αυτά ήταν συμβολική ευχή για εργατικότητα, πλούτο, ευπορία, ομορφιά κλπ.
 Μετά ακολουθούσε το μέλι και το γάλα με τα οποία η καλή πεθερά ετάιζε τη νύφη και η νύφη την πεθερά για να είναι μεταξύ τους «μέλι-γάλα».Οι δυο μαζί σταύρωναν το πράκι σαν καλές χριστιανές που ήταν. Μετά η νύφη ρίχνοντας πρώτο το δεξί έμπαινε στο νέο της σπίτι.
Καθισμένη στο καλύτερο κάθισμα που είχε το σπίτι, δέχονταν στην αγκαλιά της    2-3 παιδιά (αγόρια)για να γεννούσε πολλούς και καλούς απογόνους.
Την Κυριακή το βράδυ στο σπίτι του γαμπρού στρώνονταν το γαμήλιο τραπέζι με όλους τους καλεσμένους.  Τη νύφη από τη μεριά της τη συνόδευε κάποια από τις πιο κοντινές θείες η οποία  στην ιδιωτική της ζωή να έχει ευτυχήσει και να είχε άντρα και παιδιά. Επικεφαλής του γαμήλιου τραπεζιού δέσποζε ο ντολιμπάσης, ο οποίος είχε «απεριόριστες» εξουσίες. Μπορούσε να σηκώσει όσα ντολιά (υγείες) ήθελε, να τιμωρήσει αυτούς που έκαναν λάθη, μάλιστα μπορούσε και να διατάξει την απομόνωση κάποιου που προκαλούσε θόρυβο λόγω μέθης. Το γλέντι κρατούσε μέχρι το πρωί. Μέχρι αργά οι άντρες και οι γυναίκες γλεντούσαν σε ξεχωριστούς χώρους. Όταν κάποια γυναίκα κατάφερνε υπό ορισμένους όρους να μπει και να γλεντήσει στο δωμάτιο των αντρών, να συζητήσει και να σηκώσει ντολί με αυτούς οι άλλες την ονόμαζαν «αντρογυναίκα»και αυτό ήταν προς τιμή της.                     Το πρωί η νέα νύφη με μια καθαρή πετσέτα από την προίκα της ,έριχνε νερό στους καλεσμένους να πλύνουν τα χέρια τους, ενώ αυτοί με τη σειρά τους έβγαζαν χρήματα και «πλήρωναν»(κερνούσαν) τη νύφη.
Από τη Δευτέρα και για δύο –τρεις βδομάδες ακολουθούσαν αλληλοεπισκέψεις από τους νεόνυμφους και τις οικογένειές τους, τα λεγόμενα αλλαξοψώμια.
    Τα τελευταία 90-100 χρόνια οι γάμοι με κορίτσια από γειτονικά χωριά ή και από άλλες πιο μακρινές περιοχές αύξησαν.(Kατ.αρ._____) 
     Οι σύζυγοι στη μεγάλη πλειοψηφία αποχτούσαν πολλά παιδιά π.χ. Χρήστος Μαρτόπουλος 8,Κόλιας Μάνθιος 10,Χρήστος Κοντούρης 7,Θωμάς Κίτσιος 8 και πάρα πολλοί άλλοι. Λίγες ήταν οι οικογένειες με λιγότερα από τέσσερα τέκνα.
Στο πρώτο αγόρι και στο πρώτο κορίτσι κατά κανόνα δίνονταν το όνομα του πατέρα και της μητέρας του συζύγου αντίστοιχα μετά από αυτά αποφάσιζε ο ανάδοχος. Στο πρώτο παιδί ανάδοχος  ήταν ο νουνός (παράνυμφος) των γονέων για να συνεχιστεί η «κουμπαριά».Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο , με την αύξηση της εσωτερικής και εξωτερικής (1991)μετανάστευσης το «προξενιό»περίπου ξεχάστηκε, οι νέοι και οι νέες γνωρίζονται μόνοι τους, αύξησαν οι γάμοι με κορίτσια και αγόρια εκτός χωριού, ήρθαν νύφες αλλοεθνείς, αλλόθρησκες, ακόμη και από άλλη φυλή. Τα αγόρια  μετά το γάμο δημιουργούν δικό τους σπίτι και νοικοκυριό. Ένα όμως από αυτά και μετά το γάμο του έμενε με τους γονείς.
         Αδυναμία όμως των γονέων και των αγοριών στην οικογένεια ήταν τα κορίτσια.
    Τα αγόρια και γενικά οι αρσενικοί θεωρούσαν χρέος τους να συμπαρασταθούν και να βοηθήσουν τις κόρες ή αδερφές τους.  Στην περιοχή μας ο αδερφός της γυναίκας για τα ανίψια (ο ντάγιας), όταν υπέρβαινε τα όρια  ενδιαφέροντος για την αδερφή του αποκαλούνταν «νταής» (ψευτοπαλληκαράς) από το συγγενολόι του γαμπρού.
    Μαζί με την προίκα  που προαναφέραμε, που δίνονταν στα κορίτσια, οι γονείς κατά το δυνατό μετέφεραν στα τέκνα τους, που παντρεύονταν, μέρος της περιουσίας τους. Έτσι δικαιολογείται το γεγονός που αρκετές τοπωνυμίες ενώ περιουσιακά ανήκουν σε άλλους κρατούν το όνομα του πρώην ιδιοκτήτη, οι οποίοι κάποτε στο παρελθόν είχαν συμπεθεριάσει. Δεν αποκλείομε και τις περιπτώσεις αγοραπωλησίας.